-"Τι στο διάολο κάνετε, μου εξηγείτε!?"
Σταμάτησαν όλοι μονομιάς, μην έχοντας κάτι να απαντήσουν. Και να είχαν άλλωστε, οι δυνάμεις τους είχαν εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό, μια κι οι ώρες ήταν πολλές, και τις περισσότερες απ' αυτές ο ήλιος χτυπούσε αλύπητα.
-"Ελάτε εδώ, γαμώ το κέρατό μου.."
Ο τόνος της φωνής του άρχισε να πέφτει, γεγονός καθόλου ενθαρρυντικό πάντως, κι όλοι τους το κατάλαβαν αυτό καθώς πλησίαζαν απρόθυμα. Κανένας τους βέβαια δεν ήθελε να ξεχωρίζει από τον άλλο κινδυνεύοντας να γίνει δέκτης ειδικής μνείας στον επερχόμενο παροξυσμό, επομένως όλοι λίγο- πολύ είχαν φροντίσει να κρατήσουν μια σχετική απόσταση. Είχαν αρχίσει να αποκτούν εμπειρία σ' αυτό..
Ήταν φανερό πως οι αντοχές του είχαν φθείρει αρκετά με τα χρόνια, μέχρι κι ο ίδιος μπορούσε να το παραδεχτεί. Πλέον κουραζόταν αρκετά πιο εύκολα, και δε μπορούσε να δείξει την ίδια υπομονή όπως στις πρότερες δόξες του, ειδικότερα όταν ζητούσε κάτι και δεν έβλεπε να γίνεται. Τουλάχιστον όχι άμεσα. Μέσα του αναρωτιόταν αν αυτό ήταν ένα ακόμη πασιφανές σημάδι κατάπτωσης, άλλη μια πινακίδα που έλεγε πως φτάνει στο τέρμα του ταξιδιού. Τα νεύρα της στιγμής όμως τον εμπόδιζαν στην αναζήτηση κάποιας σχετικής και ψύχραιμης απάντησης, δεν είχε άλλωστε σκοπό να ανοίξει το στόμα του για να τους ψάλλει κυριακάτικους ύμνους..
-"Τι στο διάολο κάνετε!? ΘΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ!?!?". το ουρλιαχτό έσπασε την αμήχανη σιωπή καθώς κλωτσούσε μερικά μπουκάλια νερό που δυστύχησαν να βρεθούν κοντά του. Κανείς δεν τον κοιτούσε. Ποιος τρελός να συναντούσε το βλέμμα του? "Ζητάω σαν μαλάκας τόση ώρα να γίνει ένα γαμημένο πράγμα, ΚΑΙ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΜΟΥ!!", συνέχισε πετώντας σάλια στους μπροστινούς. "Σας είπα τόσες φορές τι ακριβώς θέλω, πώς ακριβώς το θέλω..Κι έχουμε φάει τόση ώρα..Είναι λοιπόν τόσο δύσκολο αυτό που ζητάω!?"
Και πάλι καμία απάντηση. Με λίγη τύχη όλη αυτή η εκτόνωση θα οδηγούσε σε ένα τέλος. Με λίγο έλεος από μεριάς του, σε λίγο θα έβλεπαν το δρόμο του γυρισμού στην ησυχία και τη χαλάρωση του σπιτιού τους. Αυτές τις σκέψεις έκαναν μετά σιωπηρής συμφωνίας οι περισσότεροι.
Όχι όμως όλοι:
-"Ναι, αλλά είμαστε τόση ώρα εδώ..!", αναφώνησε ο Μαρκ ο αρχηγός.
Πλέον όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Γύρισαν να τον κοιτάξουν με ένα "μην-το-χειροτερευεις-ρε-Μαρκ-γαμωτο" βλέμμα. Δεν τσιγκλίζεις τόσο εύκολα το μάτι του δράκου, χωρίς συνέπειες μάλιστα..
-"Για ξαναπές το, ρε μάστορα.."
-"Λέω, είμαστε ώρα εδώ και δε μπορούμε ούτε να σκεφτούμε πλέον! Έχουμε παραδώσει πνεύμα, δεν το βλέπετε?"
-"Ενώ νωρίτερα είχατε κάνει μπάνιο στην οξυδέρκεια.. ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΡΕ!? Αν δε με γράφατε στ' αρχίδια σας απ' την αρχή, θα 'χαμε ξεκουμπιστεί ώρα τώρα!!!"
-"Ίσως γιατί μας έχει βγει η γλώσσα όχι ώρα, μέρες τώρα! Μας έχεις ταράξει στη δουλειά και δε λες να το καταλάβεις! Πώς αλλιώς να στο δείξουμε?"
Αν πριν επικρατούσε αμήχανη σιωπή, αυτό τώρα το έλεγες τρομακτική ησυχία μιας μοναχικής νύχτας σε νεκροταφείο. Όλοι παρακολουθούσαν με ανανεωμένο ενδιαφέρον το μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στα λυσσασμένα βλέμματα των δυο, περιμένοντας την επόμενη φράση να τουφεκίσει τη σιωπή.
-"Δεν έφτασα μέχρι εδώ μικρέ για να δέχομαι υποδείξεις από ένα παιδαρέλι..", είπε με τρεμάμενη φωνή που έσταζε μανία.
-"Ούτε εγώ δέχομαι υποδείξεις από έναν μέθυσο..", απάντησε κοιτώντας τον κατάματα.
Το μυαλό του σταμάτησε στιγμιαία. Η ματιά του άστραψε. Πλέον είχε ξεπεράσει τα όρια της ανοχής του κι η ψυχραιμία φάνταζε μακρινή ανάμνηση, καθώς έσφιξε τις γροθιές του και τον πλησίασε απειλητικά. Οι πιο κοντινοί έσπευσαν να μπουν στη μέση, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα. Ένιωσε χέρια να τον κρατούν πίσω.
Κατάφερε παρ' όλα αυτά να φτάσει μπροστά στο πρόσωπο του Μαρκ που δεν έκανε βήμα πίσω, για να του πει τα τελευταία χαμηλόφωνα λόγια:
-"Έχεις τελειώσει, πουστράκι. Εγώ θα σε τελειώσω. Χάσου από μπροστά μου! ΔΡΟΜΟ!"
Δε χρειάστηκε να το πει άλλη φορά, σε αντίθεση με πριν. Ο Μαρκ γύρισε αμίλητος και τράβηξε προς την έξοδο. Πολύ νωρίτερα από τους υπόλοιπους.