Agoraphobia, by Xagamus |
Στεκόταν απέναντί τους για πρώτη φορά. Πίσω του ο Σάμουελσον κι οι υπόλοιποι μεγάλοι είχαν φροντίσει να τον παρουσιάσουν πρώτα, πριν του δώσουν τη σκυτάλη στο λόγο, προτού κάνει μερικά βήματα μπροστά έτσι ώστε να είναι ορατός από όλους στον νυχτερινό ουρανό. Κι ήταν τόσοι πολλοί.. Δεν του άρεσε ο πολύς κόσμος, ειδικότερα αν έπρεπε εκείνος να βρίσκεται στο κέντρο του. Αγοραφοβία!, του είχε πει κάποτε ένας φίλος γιατρός στη Ντιζόν. Σιωπή για λίγο. Όλοι περίμεναν κάτι να πει.
Εκείνος όμως απλά τους κοίταζε, και σκεφτόταν. Ανάθεμα αν όλα αυτά τα χρόνια είχε συγκρατήσει στη μνήμη του 5-10 από όσους είχε γνωρίσει, ανάθεμα κι αν θα θυμόταν κάποιον από αυτούς εδώ αργότερα. Πόσο εύκολα μπαίνει κανείς σ' αυτή τη διαδικασία ξανά και ξανά; Κι έπειτα πώς να ξεκινήσει; Να τους πει "γεια"; Να πει το όνομά του κι από πού προέρχεται; Τι πρέπει μαζί να πετύχουν; Ότι έχει καλό προαίσθημα για όλο αυτό;
Όχι. Είχε βαρεθεί να λέει κάθε φορά τις ίδιες μαλακίες. Δε θα έκανε τον καραγκιόζη ακόμα και τώρα που το τέλος του είχε αρχίσει να διαγράφεται.
"Πείτε μου τα ονόματά σας ένας-ένας, σας παρακαλώ."
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι. Αναπάντεχη ερώτηση και συνάμα δύσκολη, αν κρίνει κανείς από την απροθυμία που πλημμύρισε το σύνολο. Κάποια αμήχανα γελάκια ακούστηκαν πιο πίσω. Δεν τους ζήτησε δα να του λύσουν μαθηματική εξίσωση 3ου βαθμού. "Τι ζόρι τραβάει ο γέρος;" μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις πολλών. Ήταν μάλλον η σειρά του να περιμένει υπομονετικά.
"Μπάρυ", απάντησε ο πρώτος θαρραλέος.
"Ρος", ο επόμενος.
"Τζέημς", όλο και περισσότεροι όλο και πιο γρήγορα.
"Μαρκ", ένας πιτσιρικάς με τρεμάμενη φωνή.
"Μπάρυ κι εγώ."
"'Άσλεϋ"...
Κράτησε κάμποσο, μα περίμενε μέχρι και τον τελευταίο. Άφησε τη σιωπή να σκεπάσει τον απόηχο όσων ακούστηκαν λίγο πριν κι έπειτα τους έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα. Ήταν το αφεντικό τους υποτίθεται, μα μετά από τόσα χρόνια δεν έτρεφε αυταπάτες. Εκείνος εξαρτιόταν πολύ περισσότερο από αυτούς. Κοιτάζοντάς τους λοιπόν μπορούσε να διακρίνει μεγάλο εύρος σε ηλικία, ύψος και βάρος. Δεν ήταν σίγουρος πως του άρεσε αυτό.
"Ειλικρινά, δε θυμάμαι ούτε ένα όνομα από αυτά που άκουσα", αποκρίθηκε βυθίζοντας το ακροατήριο σε θυμωμένη απορία. Προς τι όλο αυτό τότε; "Σίγουρα όχι αύριο, σίγουρα όχι την άλλη εβδομάδα. Θέλω αρκετό χρόνο για να μάθω ακόμα και 2-3 από εσάς. Η ηλικία όπως καταλαβαίνετε δε βοηθάει. Όχι ότι είναι απαραίτητο όμως να συμβεί.."
"Ο τύπος μας δουλεύει μου φαίνεται.."
"Γέρο αν έχεις Αλτσχάιμερ, τράβα σε κανα ΚΑΠΗ καλύτερα!"
"Τον βαρέθηκα ήδη."
"Και ξέρετε γιατί δε χρειάζεται; Γιατί για να μάθετε να λειτουργείτε σαν σύνολο θα πρέπει κι εσείς οι ίδιοι να τα ξεχάσετε. Δε με νοιάζει από πού έχετε έρθει, πού έχετε φτάσει και γιατί πιστεύετε ότι θα πρέπει να σας αντιμετωπίσω διαφορετικά από τους άλλους. Από εδώ που στέκομαι σας βλέπω όλους ίσους."
Σταμάτησε για λίγο. Κάτι άλλαζε..
"Δεν έχω κάτι μαζί σας, έτσι έχω μάθει όμως να λειτουργώ και δεν έχω σκοπό να το αλλάξω. Θα μπορούσα να σας πρήζω αυτή τη στιγμή με λογύδρια για στόχους, ελπίδες, προσπάθεια κι άλλες τέτοιες παπαριές. Για μένα όμως είναι πιο σημαντικό να ξεκαθαρίσω αυτό από την αρχή κι όλας. Ας κάτσει μέχρι αύριο ο καθένας από εσάς να σκεφτεί αν όντως θέλει να συνεργαστεί μαζί μου. Μόνο αυτό τον χώρο έχω μάθει να δίνω στη μονάδα. Κι ας έχει τα αρχίδια να έρθει να μου πει πως δεν έχει την όρεξη και θέλει να φύγει. Θα τον εκτιμήσω πολύ περισσότερο, σας πληροφορώ. Γιατί αν έστω ένας αποφασίσει πως τελικά θέλει, τότε θα βάλει στην άκρη το "εγώ" του και θα σκέφτεται μόνο το "εμείς". Και δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Ακόμα και για μένα που σας το ζητάω."
Πλέον δεν υπήρχε αμφισβήτηση και το αντιλήφθηκε. Όλοι τον άκουγαν, ακόμα κι εκείνοι που βρίσκονταν πίσω του.
"Αν σας ζητήσω να κάνετε κάτι που θα σας φαίνεται παράλογο, μη μπείτε στη διαδικασία να αναρωτηθείτε γιατί, όπως κι εγώ δε θα μπω στη διαδικασία να σας το εξηγήσω. Να ξέρετε πάντως ότι θα έχω τους λόγους μου, ακόμα κι αν δεν τους μοιραστώ μαζί σας. Αυτά είχα να πω, ελεύθεροι. Αύριο ξεκινάμε."
Εκείνοι παρ' όλα αυτά συνέχισαν να τον κοιτούν, πιθανότατα να τον επεξεργάζονται. Ίσως περίμεναν μια τελευταία κουβέντα, μια διευκρίνηση. Κανείς όμως δεν ήθελε να πει το οτιδήποτε, κανείς δεν κουνιόταν. Μόνο τον κοιτούσαν.
Και ξαφνικά, άρχισαν να ξεθωριάζουν..
Κι εκείνος στεκόταν, παρακολουθώντας το νου του να επανέρχεται.
Οι μορφές τους αργά και σταθερά γίνονταν ένα με τη νύχτα. Μπορούσε να δει ακόμα τα μάτια τους να τον κοιτούν επίμονα, καθώς εξαφανίζονταν.. Μα τι να προλάβει να τους πει;
Μέχρι που το μόνο που έμεινε από την εικόνα στο μυαλό του ήταν ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι ουίσκι να του κρατά συντροφιά, να τον ακούει όλη αυτή την ώρα.
Ένιωθε το κρύο και την υγρασία να τον βρίσκουν ξανά. Εδώ που θα τους συναντούσε το επόμενο ξημέρωμα..
Κι εκείνος στεκόταν, μόνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου