Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Παραμύθια ενός ταξιδιώτη #3



   Κατέβασε την πρώτη γουλιά μετά το τσούγκρισμα κι ένιωσε αμέσως το καψάλισμα στο λαιμό του πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. Και τότε κοίταξε πιο προσεκτικά το ποτό. Μόνο είχε ακούσει γι αυτό και παρ' όλο που το ουίσκι δεν ήταν ένας φίλος που απέκτησε πρόσφατα, εντούτοις αμφέβαλε αν είχε δοκιμάσει ποτέ άλλοτε κάτι τόσο έντονο κι ωραίο. Ήταν Johnnie μπλε..
«Το έχω για πιο ιδιαίτερες στιγμές.», αποκρίθηκε ο Σάμουελσον, διαβάζοντας με ευκολία τις σκέψεις του.
«Δε βρίσκεις εύκολα ένα τέτοιο πάντως.»
«Ναι, αλλά έχω κι εγώ τις άκρες μου, μπορείτε να πείτε» απάντησε χαμογελώντας με σιγουριά.
Δεύτερη γουλιά και τα ποτήρια χτύπησαν άδεια το γραφείο.

«Για ποιο λόγο τόση βιασύνη;»
Ο Σάμουελσον τον κοίταξε για λίγες στιγμές, μετρώντας παράλληλα τα λόγια του πριν απαντήσει:
«Δεν ξέρω τι συνθήκες βρήκατε ως τώρα, όπου κι αν δουλέψατε. Στοιχηματίζω καλύτερες από δω, και το ελπίζω δηλαδή. Μα εδώ το καθεστώς είναι αρκετά σκληρό κι η γραφειοκρατία μπορεί να γονατίσει πολύ εύκολα κάθε νέα προσπάθεια. Είμαστε μόλις στο δεύτερο χρόνο λειτουργίας και μετράμε ήδη αρκετά οικονομικά προβλήματα. Αν όλο αυτό δεν αρχίσει να αποδίδει από φέτος μάλιστα..»

   Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ήθελε ώρα να ρωτήσει, έψαχνε όμως τον τρόπο. Ίσως τώρα, που το ουίσκι χυνόταν ξανά στα ποτήρια.
«Φαντάζομαι η διάσπαση σας άφησε με πολλά προβλήματα..»
«Δεν υπάρχει τίποτα που να μας άφησε», τον διέκοψε απότομα με μια σκιά στο πρόσωπο ο Σάμουελσον, «πήραν την απόφαση αυτή, τη θεώρησαν πιο συμφέρουσα. Και μεταξύ μας, ήταν. Ξέχασαν όμως πως όλα ξεκινούν και τελειώνουν εδώ, και πως είναι άλλο πράγμα η αλλαγή κι άλλο το ξερίζωμα!»
Αυτή τη φορά δεν υπήρχε γουλιά, παρά ένα απότομο άδειασμα κατευθείαν στο λαρύγγι. Ο Σάμουελσον φώναξε σχεδόν, σπάζοντας την αμήχανη σιωπή:
«Υπάρχει το χρήμα, υπάρχει η δόξα, υπάρχει όμως κι η παράδοση. Τα ιδανικά. Κάθε Οργανισμός πρεσβεύει κάτι από αυτά, κι έτσι κερδίζει τον σεβασμό των υπολοίπων. Αυτοί; Οι φίλοι μας κάποτε; Dons, όπως λέγονται τώρα.. Τι πρεσβεύουν; Πείτε μου!»
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε το παράθυρο, μένοντας έτσι για λίγο να κοιτάζει το ποτάμι μακρυά να αντανακλά τον απογευματινό ουρανό.
«Θα έρθει όμως ο καιρός που θα καταλάβουν το λάθος τους.» αποκρίθηκε πιο ήρεμα, μα με τρεμάμενη φωνή. «Θα έρθει η μέρα που θα μας βρουν μπροστά τους, δεν υπάρχει αμφιβολία γι αυτό. Και τότε θα δουν.. Αυτό θέλω να γίνουμε.»
Γύρισε και τον κοίταξε, έτσι αμίλητο που καθόταν για λίγη ώρα τώρα.
«Ένα παράδειγμα. Ότι μπορείς να τα καταφέρεις χωρίς να ξεχάσεις ποιος είσαι! Πού ξεκίνησες, γιατί ξεκίνησες.. Θέλω αυτό που κάνουμε να αντανακλά ό,τι βλέπετε γύρω σας. Για μένα αυτό έχει περισσότερο νόημα, όχι τόσο το να φτάσω ψηλά. Αυτό θα έρθει με τον καιρό και τη δουλειά. Το άλλο όμως.. Δεν αγοράζεται ούτε αποκτάται, όπως αυτό εδώ», δείχνοντάς του το μπουκάλι στο γραφείο.
«Καταλαβαίνετε;»

   Θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί το ουίσκι να δίνει ζωή στις φλόγες που έκαιγαν στα μάτια του όσο τον κοιτούσε περιμένοντας απάντηση.
«Φυσικά, κύριε Σάμουελσον. Ξέρω κι εγώ ένα-δυο πράγματα από ιδανικά!»
Για λίγο επικράτησε ξανά σιωπή. Έπειτα, συνέχισε:
«Ας πιούμε λοιπόν ένα τελευταίο στην υγειά τους! Πριν ξεκινήσουμε.. Μπορείτε να πείτε στον βοηθό μου να μας συναντήσει στο Κέντρο. Ας πάμε κατευθείαν εκεί»
Ο Σάμουελσον ξαναβρήκε το χαμόγελο της σιγουριάς του και με απαλές κινήσεις άνοιξε το μπουκάλι για το τελευταίο γέμισμα πριν την αρχή, γεμίζοντας τα ποτήρια μέχρι πάνω. Τα ύψωσαν και με με μια φωνή ανήγγειλαν την πρόποση:
«Στην υγειά των Dons!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου