«Παρακαλώ, καθίστε».
Του έδειξε τον κόκκινο δερμάτινο καναπέ κι εκείνος δεν έχασε την ευκαιρία. Είχε ήδη περπατήσει πολύ από τη στάση του μετρό, και δεν ήταν πια σε ηλικία ώστε να μην τον νοιάζει.
«Θέλετε να σας προσφέρω ένα φλιτζάνι τσάι;»
«Λίγο καφέ μόνο. Ευχαριστώ πολύ!», απάντησε, αν και στην πραγματικότητα δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τίποτε από τα δύο. Αυτό που του κρατούσε συντροφιά όλα αυτά τα χρόνια ήταν το κρασί, κόκκινο κατά προτίμηση. Που κι αυτό στα μεγάλα ζόρια έδινε τη θέση του στο ουίσκι. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η μνήμη του τον εγκατέλειπε έπειτα από μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή, και τον έβρισκε ξανά σε μέρη που δε γνώριζε, με ανθρώπους που δε θυμόταν. Όπως εκείνο το πρωϊνό στην πλας Μομπέρ, που ξύπνησε νιώθοντας το παγωμένο πεζοδρόμιο κάτω από το μάγουλό του και τα αδιάφορα ποδοβολητά να τον προσπερνούν, νομίζοντάς τον για έναν ακόμα ζητιάνο με κουρελιασμένο πουκάμισο, ιδρωμένο και βρώμικο. Κάπου εκεί ήταν που αποφάσισε -όσο μεγάλη κι αν είναι η πίεση- να διαχειρίζεται λίγο καλύτερα τις αποτυχίες, αν δεν ήθελε μια από αυτές να είναι κι η τελευταία του. Σκεφτόταν πολλές φορές πόσο τυχερός ήταν που δεν τον συνάντησε ποτέ κάποιος γνωστός, συγγενής ή, ακόμα χειρότερα, άνθρωπος της δουλειάς. Τι θα συνέβαινε αν όντως με έβλεπαν; Θα τελείωναν όλα εκεί; Όσο τα σκεφτόταν, θυμήθηκε ότι είχε στη βαλίτσα του ένα μπουκάλι κρασί απείραχτο.. Ίσως να το τιμήσω αργότερα...
«Ο καφές σας.» Η γραμματέας με ένα πλατύ χαμόγελο διέκοψε τον ειρμό του απότομα, κρατώντας ένα φλιτζάνι μπροστά του.
«Σας ευχαριστώ.»
«Ο κύριος Σάμουελσον θα είναι εδώ σε λίγο. Ξέρετε, είναι αρκετά απασχολημένος τον τελευταίο καιρό προσπαθώντας να κλείσει καλύτερες συμφωνίες με τους χορηγούς. Κι εμείς δεν τον βλέπουμε συχνά πλέον στο γραφείο.»
«Καταλαβαίνω, κανένα πρόβλημα..»
Μαζί του είχε μιλήσει μόνο τηλεφωνικά, κι αν έπρεπε να κρίνει από τη φωνή του, τότε μάλλον είχε να κάνει με έναν ευγενικό, ήσυχο άνθρωπο. Ο τρόπος που του παρουσίασε το πλάνο του, η σιγουριά στα λόγια του, ήταν ο κύριος λόγος που εκείνος αποφάσισε να δεχτεί και να ταξιδέψει ως εδώ.
Η ώρα περνούσε και καθώς παρατηρούσε τον κόσμο να πηγαινοέρχεται βιαστικά, ξαφνικά ένας άντρας φάνηκε να πλησιάζει προς το μέρος του. Κοντοστάθηκε χαιρετώντας τη γραμματέα, κι έπειτα γύρισε χαμογελώντας και τον κοίταξε. Είχε την όψη απλού, καθημερινού ανθρώπου, από αυτούς που δε θα κρατούσες στη μνήμη σου παραπάνω από 2 δευτερόλεπτα αν τους έβλεπες στο δρόμο. Ήταν κι αυτός προχωρημένης ηλικίας, σχετικά ψηλός κι αδύνατος. Τα ίσια μαλλιά του είχαν καστανό χρώμα κι ήταν αρκετά μακριά ώστε να καλύπτουν του λοβούς των αυτιών του, αν και με τα χρόνια είχαν υποχωρήσει εμφανώς προς τα πίσω. Η κοκκινωπή απόχρωση στο δέρμα του μάλλον δεν ήταν κάτι το αξιοσημείωτο σ' αυτά τα μέρη.
Σηκώθηκε από τον καναπέ και τον χαιρέτησε.
«Πρέπει να είστε ο κύριος Σάμουελσον!»
«Λέγε με Έρικ.», απάντησε διατηρώντας το συνεσταλμένο χαμόγελο. «Πάμε μέσα, τι λέτε;»
Έγνεψε καταφατικά και τον ακολούθησε στο γραφείο του.
Μπήκαν σε ένα δωμάτιο όχι ιδιαίτερα μεγάλο, με ένα μικρό γραφείο μπροστά από ένα παράθυρο με θέα στο ποτάμι. Μια μικρή βιβλιοθήκη παραδίπλα με λίγα βιβλία πάνω της ήταν το μοναδικό άλλο έπιπλο του δωματίου. Ο Σάμουελσον άφησε το παλτό του και την τσάντα στην καρέκλα του γραφείου, και τον προέτρεψε να κάτσουν στις μπροστινές καρέκλες που ήταν κενές.
«Ελπίζω να είχατε καλό ταξίδι.»
«Αρκετά καλό..»
«Πολύ ωραία, γιατί φοβάμαι ότι δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Έχετε μόνο τη σημερινή για να ξεκουραστείτε, κι από αύριο ξεκινάμε.»
Ξαφνικά το καλοσυνάτο χαμόγελο είχε δώσει τη θέση του σε μια άγρια αποφασιστικότητα και δεν ήξερε αν του άρεσε αυτό που έβλεπε.
«Ξέρετε έχω μόνο λίγες ώρες στην περιοχή και δεν έχω συναντήσει άλλον πέρα από σας...»
«Θα τους συναντήσετε όλους αύριο, ειδικά αυτούς με τους οποίους θα δουλεύετε καθημερινά. Επίσης, ο βοηθός σας θα είναι εδώ σε λίγο να σας εξηγήσει οτιδήποτε χρειάζεται να ξέρετε για τον χώρο. Μπορεί, αν το θέλετε, να μιλήσει αύριο εκείνος με τον Τύπο αντί για εσάς, για τώρα τουλάχιστον.»
«Συνέντευξη τύπου; Αύριο κι όλας;» Ξεροκατάπιε, λες κι ήταν πρωτάρης. Δεν τα περίμενε όλα αυτά τόσο γρήγορα. Αναρωτήθηκε σε το σόι μέρος βρέθηκε αυτή τη φορά για να δουλέψει, κι αν γενικότερα είναι έτσι οι ρυθμοί εδώ τριγύρω.
Ο Σάμουελσον τον κοίταξε συγκαταβατικά κι άρχισε να ψάχνει κάτι στο συρτάρι του γραφείου του.
«Καταλαβαίνω το άγχος σας», του είπε παράλληλα, «κι εγώ άλλωστε πιέζομαι αρκετά τον τελευταίο καιρό. Κάποτε δούλευα ως λογιστής σε μια πολύ μεγάλη εταιρία και πίστευα εκείνο τον καιρό πως είχα φτάσει το μέγιστο της πίεσης που μπορούσα να αντέξω. Έκανα λάθος, προφανώς.. Έμαθα όμως και πώς να το διαχειρίζομαι.»
Κι αμέσως φάνηκε τι έψαχνε μέσα στο συρτάρι. Ακούμπησε πάνω στο γραφείο ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκι και δυο χαμηλά ποτήρια. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Να και κάτι που δεν περίμενε να συμβεί.,
«Θα μου κάνετε παρέα με ένα ποτηράκι;»
H συνέχεια στα Παραμύθια ενός Ταξιδιώτη #3